τρισάγιο

τρισάγιο
το / τρισάγιον, ΝΜΑ
βλ. τρισάγιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρισάγιος — α, ο / τρισάγιος, αγία, ον, ΝΜΑ φρ. «τρισάγιος αίνος» ή «τρισάγιος ύμνος» ο ύμνος Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το τρισάγιο(ν) σύντομη ακολουθία υπέρ αναπαύσεως κεκοιμημένων, που τελείται στο σπίτι τού νεκρού… …   Dictionary of Greek

  • τρισάγιος — α, ο 1. αγιότατος, παναγιότατος. 2. το ουδ. ως ουσ., τρισάγιο, το, α. ύμνος στο Θεό της Αγίας Τριάδας: Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος, ελέησαν ημάς. β. επικήδεια δέηση που αρχίζει με το τρισάγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγιοτρισσολογώ — ἁγιοτρισσολογῶ ( έω) (Α) ψάλλω τον τρισάγιο ύμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + τρισσός + λογῶ < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • τρισαγιάζω — Μ [τρισάγιον] ψάλλω τον τρισάγιο ύμνο …   Dictionary of Greek

  • θεοπασχίτες — Χριστιανοί αιρετικοί, οπαδοί του μονοφυσίτη Πέτρου Γναφέα, ο οποίος προσέθεσε στον τρισάγιο ύμνο τη φράση «ο σταυρωθείς δι’ ημάς». H φράση αυτή προκάλεσε, για περίπου έναν αιώνα, εκκλησιαστική διαμάχη, που έλαβε επικίνδυνες διαστάσεις, όταν πήραν …   Dictionary of Greek

  • μνημονεύω — μνημόνεψα, μνημονεύτηκα, μνημονευμένος 1. ανακαλώ στη μνήμη μου κάτι, αναφέρω: Στον ευχαριστήριο λόγο του μνημόνεψε αυτούς που τον βοήθησαν να φτάσει ψηλά. 2. (εκκλησ.), προσεύχομαι για την ψυχή των νεκρών αναφέροντας τα ονόματά τους: Στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ИОАНН ЛАСКАРЬ — [Пигонит, Сирпаган, Каломисид; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Λάσκαρης, Πηγωνίτης, Συρπάγανος (Σηρπάγανος), Καλομισίδης] (2 я пол. XIV после 1425), визант. мелург и певчий. Имя И. Л. достаточно часто встречается в греч. певч. рукописях (самое раннее упоминание …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”